- περιοδώδης
- περιοδώδης, ες,A recurrent, Anon.Rhythm.Oxy.9 iii 20.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιοδώδης — ες, Α [περίοδος] (για ρυθμό) αυτός που επανέρχεται κατά περιόδους … Dictionary of Greek